Τους κανίβαλους τους γνωρίζω
Κάθε βράδυ με επισκέπτονται
Και εγώ σαν τον Προμηθέα δεμένος στα βράχια
Τους δίνω τη σάρκα μου απλόχερα
Γιατί ξέρω... Πίστεψε με ξέρω...
Πώς αυτοί τρώνε τη σάρκα μου και εγώ την ψυχή τους
Και με αυτή ταΐζω τις δικές μου επιθυμίες
Εκείνες που δεν βλέπουν το φως του ηλίου... Ποτέ!
Δεν είναι επικίνδυνες, μην με φοβάσαι...
Γνωρίζω τι κάνω... Σαν τους Ρωμαίους και εγώ...
Χτίζω το Κολοσσαίο με τους πιο γερούς λίθους
Και ταΐζω το ακροατήριο που θα χειροκροτήσει όσο πιο δυνατά μπορεί γελώντας ...
Όταν τα λιοντάρια που εγώ μεγάλωσα στα χέρια μου,
Που εγώ αγάπησα με όλη μου την ψυχή, με όλο μου το είναι!
Ταΐζοντάς τα με αμβροσία...
Θα με κατασπαράξουν!
Τους κανίβαλους τους γνωρίζω από παιδί έχουμε γίνει φίλοι....
Γιατί τι είναι η ζωή;...
Τρείς τέσσερις ευτυχισμένες στιγμές, δύο τρείς αναμνήσεις...
Ένα δυο φίλοι....